- κρουνισμός
- κρουνισμός, ὁ (AM) [κρουνίζω]αναπήδηση τού νερούμσν.καταιωνισμός, ντους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουνισμοῦ — κρουνισμός gushing out of water masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)